- τάγματος
- τάγμαordinanceneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την … Dictionary of Greek
ιησουίτες — Ονομασία των μελών ενός θρησκευτικού τάγματος από κανονικούς κληρικούς της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, η επίσημη ονομασία του οποίου είναι Εταιρεία του Ιησού (Societas Jesu). Αρχικός σκοπός της πρώτης κοινότητας, που ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1534 από … Dictionary of Greek
Ιππότες — I Βλ. λ. ιπποτισμός. Ο πύργος του Μαρίενμπουργκ (Ντανσκ), που έχτισαν το 1274 οι Τεύτονες ιππότες, το τάγμα των οποίων ιδρύθηκε το 1191. Προμετωπίδα βενετσιάνικης έκδοσης (1528) του «Ερωτευμένου Ορλάνδου» του Μπογιάρντο. Τα διάσημα του Τάγματος… … Dictionary of Greek
Ιωαννίτες ιππότες — Μέλη θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος, που ιδρύθηκε από τους Σταυροφόρους (1022) στην Ιερουσαλήμ. Ονομάστηκαν έτσι από τον προστάτη άγιό τους, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, αλλά ήταν ακόμα γνωστοί και ως Tάγμα των Ιπποτών της Ρόδου και αργότερα των… … Dictionary of Greek
Χωραφάς — Επώνυμο κεφαλονίτικης οικογένειας στρατιωτικών, λογίων και επιστημόνων, η οποία κατάγεται, σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση, από τους Caraffa τηςΝάπολης. Γενάρχης της θεωρείται ο Μάξιμος X., από τον οποίο προήλθαν δύο κλάδοι, ένας του… … Dictionary of Greek
Georgios N. Chatzidakis — Georgios Nikolaou Chatzidakis (griechisch Γεώργιος Νικολάου Χατζιδάκις, auch in der Transkription Hatzidakis; * 1848 in Myrthios, Kreta; † 1941 in Athen) war ein griechischer Sprachwissenschaftler sowie Neogräzist und Freiheitskämpfer. Er… … Deutsch Wikipedia
Λαζαριστές — Μέλη μοναχικού τάγματος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρύθηκε το 1625 από τον άγιο Βικέντιο ντε Πολ (του Παύλου) και αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ουρβανό Η’ το 1632, με την ονομασία Εταιρεία των Ιερέων της Ιεραποστολής. Σκοπός του τάγματος των Λ.… … Dictionary of Greek
αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… … Dictionary of Greek
Άγιος Τάφος — Ονομασία του τάφου του Χριστού, που βρίσκεται στον μεγάλο ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ και, γενικότερα, των Αγίων Τόπων. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων δεν μνημονεύουν την ακριβή θέση του τάφου και, έως τον 4o αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek